- μπουλντόγκ
- (bulldog). Ράτσα σκύλου αγγλικής καταγωγής, που χρησιμοποιείται ως φύλακας. Μέχρι τα μέσα του 19ου αι. το χρησιμοποιούσαν στους αγγλικούς στίβους για τους αγώνες κατά των ταύρων (από αυτό προήλθε και το όνομά του bull = ταύρος, dog = σκύλος). Το ισχυρό του δάγκωμα του έδινε τη δυνατότητα να επιτίθεται για μεγάλο διάστημα κατά του ταύρου, ενώ το πολύ κοντό του ρύγχος του επέτρεπε να αναπνέει με άνεση και οι βαθιές αυλακώσεις άφηναν το αίμα να κυλά χωρίς κίνδυνο πνιγμού. Το κεφάλι είναι ογκώδες, το ρύγχος πεπλατυσμένο και φαρδύ και κλίνει προς τα πάνω. Το σώμα είναι κοντό, ρωμαλέο, με μέλη ισχυρά και μυώδη. Παρά την εμφάνισή του, είναι σκυλί ειρηνικό, καλός σύντροφος, προσηλωμένος στον κύριό του, και έξυπνο. Το ιδεώδες βάρος του είναι γύρω στα 30 κιλά. Μπορεί να έχει ενιαίο χρώμα, με πρόσωπο ή ρύγχος μαύρο, λευκό ή τιγροειδές, ξανθό όλων των αποχρώσεων ή συνδυασμό των χρωμάτων αυτών με το λευκό. Τα αυτιά είναι μικρά, κογχυλοειδή, διπλωμένα προς τα πίσω. Μια άλλη, σαφώς ξεχωριστή ράτσα είναι το γαλλικό μ. (bouledogue), σκυλί συντροφιάς, μικρού μεγέθους (8 - 14 κιλά) και μικρών αναλογιών, με πρόσωπο κοντό και πλακουτσωτό.
Το μπουλντόγκ είναι εξαιρετικός φύλακας και ταυτόχρονα πιστός και αφοσιωμένος σύντροφος.
* * *τοράτσα μεγαλόσωμων και δυνατών σκυλιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < bulldog (< bull «ταύρος» + dog «σκύλος»].
Dictionary of Greek. 2013.